Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου 2024

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ ΛΟΥΚΑΙΝΑΣ

Βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Να γράψετε μια σκηνή που θα την εντάξετε σε επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς του διηγήματος «το μοιρολόι της φώκιας» δραματοποιώντας το μοιρολόι της Γριάς Λούκαινας

Η σκηνή αρχίζει με μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, κατάκοπη, με έντονο ρυτιδιασμένο πρόσωπο γεμάτο σημάδια, λευκά αραιά μαλλιά, καμπουριασμένη πλάτη και με τα χέρια τρεμάμενα να προσπαθεί να πλύνει τα ρούχα της κόρης της στο ποτάμι
Ο φακός ξεκινά και δείχνει όλη την παραθαλάσσια περιοχή των Μνημουρίων και σταδιακά εστιάζει στη γριά Λούκαινα, η οποία αρχίζει να μοιρολογεί πλένοντας παράλληλα
Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος και το τοπίο άχαρο, απωθητικό, σαν μια υποδόρια θλίψη να περικλείει τον χώρο, δημιουργώντας ένα βαρύ κλίμα. Η Λούκαινα μονολογεί:
Οϊμέ! Αχ οϊμέ! Τα χέρια τούτα που πλένουν τώρα ρούχα σκισμένα και βρώμικα έχουν πλύνει άντρα, παιδιά και εγγόνια. Τούτα τα χέρια τυλίχτηκαν γύρω από τις πλάτες του κύρη μου, χρόνια πολλά χρόνια πριν και που τα ακούμπησα απαλά -μια δεκαετία πάει θαρρώ- στο νεκρό στήθος πριν την ολοκληρωτική απομάκρυνσή του από τον κόσμο των ζωντανών. Αχ! Οϊμέ! Πόσο δύσκολη ήταν τούτη η μέρα, η μέρα του τελευταίου αποχαιρετισμού, το «αντίο» που του ψιθύρισα κοιτώντας το χλωμό του πρόσωπο, τα παγωμένα του άκρα, τα μάτια του που κάποτε πέταγαν σπίθες μα τώρα ήταν κενά.
Αυτά θυμάμ’ από τη μέρα εκείνη, του Χάρου μέρα γιατί από την θλίψη και τον αβάσταχτο καημό έχασα και τις αισθήσεις μου. Τα παιδιά μου με κράτησαν. Αχ, τα παιδάκια μου, όσα έχουν απομείνει
Το πρώτο μου, το πρωτότοκό μου, το κατάπιε η μαύρη γη λίγο πριν κλείσει τα έξι του χρόνια. Η μαλάργια, μάστιγα φονική το πήρε το παιδάκι μου μακριά μου!
Τα δύο επόμενα ήταν υγιή. Αντράκια όμορφα με τα μάτια του πατέρα τους να πετούν σπίθες σε κάθε σκέψη. Μα αυτά μου φύγαν για τα ξένα. Τα μάζεψε η ξενιτιά και άνοιξαν τα φτερά τους φεύγοντας από την φωλιά πολύ νωρίς. Μεγάλος ο κόσμος και η αγάπη της μάνας, μεγάλος ο πόνος της απουσίας και της προσμονής
Μετά, αχ οϊμέ! Γιατί τα θυμούμαι και γεμίζουν δάκρυα τα μάγουλά μου; Αχ, μετά τα χρόνια ήταν δύσκολα. Έχασα μια κορούλα μικρή από τύφο, μικρό γλυκό κοριτσάκι με τις καστανές του πλεξούδες και τα φιογκάκια, πάντα γελαστή. Η φυματίωση δεν άργησε να χτυπήσει την πόρτα του φτωχικού μας σπιτικού. Και όταν μπήκε –απρόσκλητος επισκέπτης- μου πήρε μήτε ένα, μήτε δύο αλλά τρία παιδιά στην εφηβική ηλικία. Δυο κόρες και έναν γιο.
Αυτή είναι άραγε η μοίρα της μάνας; Να φέρνει στον κόσμο την ζωή για να την χάνει μέσα από την αγκαλιά της; Να ζει την απώλεια κάθε λεπτό που περνά; Αχ, ποιος νιώθει την απώλεια που νιώθει η μάνα; Ποιος ρίχνει δάκρυα για τα νεκρά παιδιά; Γιατί ο γονιός να βλέπει τέτοιο θέμα; Γιατί να ζει κανείς μετά από αυτό; Με ακούει το βουνό; Με ακούνε τα ποτάμια και οι βράχοι οι μυτεροί; Η ερημιά με ακούει; Φωνάζω γιατί πονώ! Αχ οϊμέ όλοι πονούμε!
Παύση λίγων δευτερολέπτων. Η γριά σταματά σκύβει στο ποτάμι και πλένει με αργές αλλά γεμάτες ένταση κινήσεις το πρόσωπό της. Κλαίει φανερά. Σκουπίζει τα δάκρυα με το παλιό μισοσκισμένο ρούχο της.
Και αν στάθηκα για λίγο τυχερή και μου έμεινε μια κόρη δίπλα μου χρόνους σαράντα και ζήσαμε εμπειρίες πολλές μαζί, αυτή την κόρη την λυπάμαι. Την μοίρα της λυπάμαι και τρέμω. Τρέμω γιατί με την δική μου μοίρα όμοια θα είναι. Ποια μάνα θέλει αν βλέπει το παιδί της να πονεί και να βασανίζεται; Έξι χαρές μου έδωσε. Έξι εγγονάκια τρυφερά που όμως θα βασανιστούν και αυτά πολύ στον τόπο τούτο. Δυσκολίες θα συναντήσουνε και αυτό μου φέρνει θλίψη.
Αχ οιμε! Τράβηξα πολλά τόσα χρόνια. Βαρυνε η ψυχή μου απ’ τα δεινά. Αχ. Τούτα τα χέρια που πλένουν τα ρούχα της κόργς μου, τούτα τα χέρια βάσταξαν συμφορές μεγάλες. Ήταν απαλά, μα ρυτίδιασαν και τρέμουν. Τρέμουν τον θάνατο; Νομίζω πως τρέμουν την ζωή
Τα υπόλοιπα λόγια δεν ακούγονται. Ξαφνικά, σαν ένα πέπλο να σκεπάζει την σκηνή, όλα μοιάζουν βουβά. Τα χείλη της Λούκαινας φαίνονταν καθαρά να ξεστομίζουν τις φρασεις όμως ήχος δεν βγαίνει. Στο βάθος ρυθμικά ακούγονται χτυπήματα κρουστών, σαν αν ακούμε την βαριά καρδιά της γριάς. Στην κορύφωση των λόγων της ένας χτύπος κυμβάλου ακούγεται πιο δυνατά και έπειτα η εικόνα σιγά σιγά μαυρίζει και μένει μοναχά ο ήχος του νερού και το ποτάμι που ρέει

Ρωμανός Πετρίδης

Αφήστε μια απάντηση