Καλάβρυτα, 13 Δεκεμβρίου 1943
ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΜΑΘΗΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ: «Άθλον Ποιήσεως Γιάννης & Λένα Στρέφη Κουτσοχέρα»
Ο μαθητής Βασίλης Διαμαντόπουλος συμμετείχε στον Πανελλήνιο μαθητικό διαγωνισμό «Άθλον Ποιήσεως Γιάννης & Λένα Στρέφη Κουτσοχέρα» που διοργανώθηκε από τον Δήμο της Μαρτυρικής Πόλης Καλαβρύτων με βασικό θεματικό άξονα το «Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα στη λογοτεχνία». Κατέθεσε τη δική του ποιητική πρόταση με τίτλο « Καλάβρυτα, 13 Δεκεμβρίου 1943» και αξιοποίησε το ψευδώνυμο: «Ιχνηλάτης». Συνοδοιπόρος στο ποιητικό του ταξίδι ήταν η φιλόλογος Τσαχτσαρλή Αικατερίνη.
Ο μαθητής διακρίθηκε για την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα του ποιητικού του λόγου καθώς απέδωσε με λυρισμό και έμμετρο βηματισμό τον όλεθρο που βίωσαν οι κάτοικοι από την ανελέητη ναζιστική θηριωδία. Η αποτύπωση των συναισθημάτων της οδύνης, της βαθύτατης απόγνωσης αλλά και της αποπνικτικής ατμόσφαιρας ενός επιβεβλημένου απάνθρωπου τέλους αποτέλεσαν το κύριο κορμό της ποιητικής σκέψης του μαθητή. Ο πύρινος λόγος του αναθέρμανε την ιστορική μνήμη και λειτούργησε ως παρηγορητικός φόρος τιμής σε όλους εκείνους που υπέμειναν την τραγωδία του Ολοκαυτώματος αλλά δεν πέρασαν στο χώρο της λήθης, αντίθετα μέσα από το σφρίγος της νεανικής ποιητικής έκφρασης συνενώθηκαν με το παρόν και προχωρούν στο διηνεκές διδάσκοντας τους τωρινούς αλλά και τους μεταγενέστερους τη σπουδαιότητα της διατήρησης των ανθρωπιστικών ιδανικών.
Ο δήμος Καλαβρύτων διοργάνωσε μια εξαιρετική τελετή βράβευσης των μαθητών που τα έργα τους διακρίθηκαν στην αίθουσα εκδηλώσεων του Πολυδύναμου Πολιτιστικού Κέντρου της Πόλης. Η ατμόσφαιρα της εκδήλωσης υπήρξε ιδιαίτερα φορτισμένη συγκινησιακά καθώς υψώνονταν με απαράμιλλο σθένος ο πηγαίος και ειλικρινής ποιητικός λόγος των μαθητών.
ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ, 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1943
Καμπάνα πένθιμη ηχεί,
ζώνει αλγεινή οδύνη
του κόσμου ο φάρος κάταχνος
άδοξα τρεμοσβήνει
Πεζικάριοι σαν διαβαίνουν
και θερίζουν τα κορμιά
της αρρώστιας δάκρυα σπέρνουν
δες, φυτρώνουν τα στοιχειά
Δεν ρημάχτηκε η μοίρα
σκουριασμένη ειν’ η ψυχή
σαν στα χέρια της πια φέρει
ξεροκλώνια ανανθή
Που για αγκάθια έχουν βγάλει
της μανίας τον ορμαθό
και σε μάρμαρο λαξεύουν
οργιώδη μαρασμό
Σαν παγώνει μιάς του χρόνου
το νερό τ’ ορμητικό
το σκαλί πατά του θρόνου
του θανάτου το χτικιό
Ριπές μύριες σαν θεριά
που λαβώματα σφραγίζουν
πως σταλάζει η πλαγιά
μα τα πρόσωπα πασχίζουν
Ένα βλέμμα να αδράξουν
παραθύρι φωτεινό
στης στερνής του βίου στράτα
πριν αρχίσουν πηγαιμό
Πότε ζει, πότε πεθαίνει
του ανθρώπου η θωριά,
και τον κόσμο γυροφέρνει
τον βυθίζει στη σκιά
Κι αν το βλέμμα όπου στραφεί
ωκεανού όλεθρο ανταμώνει
σαπισμένη η κουπαστή
και στη λήθη το τιμόνι
Σε παράστρατη τροχιά
μεσ’ στο ζόφο όποιος βαδίζει
μια γυναίκα που αγρυπνά
πλάι στον όλεθρο αντικρίζει
Μια γυναίκα σαλεμένη
προχωράει στου Καππή
δίχως έκφραση ανεβαίνει
σιγανά μοιρολογεί
Σαν τον άντρα τον εσέρνει
στο φλοιό ν’ αναπαύσει
το παιδί τους χώμα γδέρνει
την αβρή μνήμη να θάψει
Ένα χέρι του φορά
σε δυο μάτια δακρυσμένα
μαύρη μοίρα το φιλά
με δυο χείλια μαραμένα
Δεν τα βλέπει τώρα πια
μα σε λίγο θα θωρεί
τα Καλάβρυτα σκιασμένα
“πότε η άνοιξη θα ’ρθει;”
Κι αν ρωτάει απορημένο
πια κανείς δεν του απαντά
για στραφήκαν όλοι τώρα
προς τη κόκκινη πλαγιά
Είν’ σκηνώματα οι γραμμές της
κει σωθήκαν στις σχισμές
απ’ το μαύρο το δρεπάνι
δεκατρείς οι πινελιές
Η πόλη έμπυρη απομένει
χαμερπής είν’ σα σκιά
πια η όψη της θαμμένη
στα καμμένα τα σπαρτά
Σάβανο έγινε η νύχτα
στις επίγειες κεφαλές
έτσι που την εσκίσανε
πονεμένες οιμωγές
Μεσίστια στο κλωνάρι του
χειμωνανθός πενθεί
απ’ τις κοκάλινες τις σάλπιγγες
αγερωχία η σιωπή
Και απ’ τη ρίζα του το κόφτει
του θανάτου ο αρμενιστής
ένα ψίθυρο ψελλίζει
λευκό μνήμα θα κοσμείς.