Αν ένας φιλοπερίεργος μαθητής ρωτήσει τον ή την φιλόλογό του για ποιον λόγο μαθαίνει αρχαία ελληνικά, τότε θα του μιλήσει μάλλον για το ότι η γνώση του συντακτικού είναι βασική προϋπόθεση για να εμβαθύνει κανείς στη νέα ελληνική ή για το ότι η ετυμολογία των λέξεων στη νέα ελληνική καταλήγει πάντα στην αρχαία γλώσσα, ακόμα και για το γεγονός ότι είναι κομμάτι της ιστορίας του και οφείλει να το τιμάει. Αν ο μαθητής ήταν και λίγο αυθάδης ή ο καθηγητής έπρεπε να τρέξει την ύλη μπορεί να έλεγε απλώς: «Ξέρεις κάτι; Αυτό είναι στις πανελλήνιες και για κάποιους από εδώ θα καθορίσει το μέλλον τους. Αν θες μάθε το, αν θες όχι». Και έτσι ο μαθητής, βέβαιος για την απάντηση στο παραπάνω δίλημμα, πάει την άλλη μέρα πάλι αδιάβαστος χωρίς να έχει καταλάβει τίποτα. Και αυτό γιατί σχεδόν όλα όσα του είχε πει ο καθηγητής του δεν κατάφεραν να τον πείσουν για την αξία της ενασχόλησης με μια γλώσσα του παρελθόντος!

Όλα αυτά φυσικά ισχύουν αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση ο λόγος για τον οποίον μαθαίνουμε αρχαία. Ίσως κάποιοι τα μαθαίνουν ακριβώς για αυτούς τους λόγους και ίσως να είμαι ο μόνος που τους θεωρώ δευτερεύοντες οπότε στη συνέχεια θα αναλωθώ σε κουραστικά, προσωπικά και αδιάφορα σε όλους βιώματα, τα οποία μπορείτε να αποφύγετε. Εν πάση περιπτώσει σίγουρα δεν είναι οι λόγοι για τους οποίους θα χαίρονταν ο Θουκυδίδης ή ο Αριστοτέλης μαθαίνοντας ότι κάποιοι κάποτε θα διδάσκονται τη γλώσσα τους.

Ο λόγος για τον οποίο μαθαίνουμε αρχαία κρύβεται σε μια λέξη. Γοητεία. Ό,τι έχει να κάνει σχέση με αυτό το ανεπανάληπτο θαύμα είναι γοητευτικό. Πρώτα- πρώτα το γεγονός ότι πρόκειται για κάτι χαμένο στα βάθη των αιώνων. Θαμμένο στη γη σαν μια αρχαιότητα που μέχρι πρόσφατα – σε σχέση με την εποχή που φιλοτεχνήθηκε – πολλοί λίγοι ήξεραν από πού να την ξεθάψουν και ακόμα λιγότεροι το κατάφερναν τελικά. Μα όταν οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν την απαράμιλλη αξία της άρχισαν να τη συλλέγουν μανιωδώς, να την εκθέτουν, ακόμα και να τη μιμούνται, ώστε από γλώσσα μετατράπηκε σε κοσμοθεωρία.

Στο τελευταίο απέτυχαν παταγωδώς όλοι όσοι το τόλμησαν. Και εδώ βρίσκεται η πεμπτουσία της προαναφερθείσας γοητείας. Τα βιβλία, η ιστοριογραφία, τα ποιήματα, τα δράματα, οι διάλογοι και τα επιγράμματα που έχουμε βρει δεν είναι γραμμένα στα αρχαία ελληνικά. Είναι για εμάς τα αρχαία ελληνικά! Κανένα σημερινό χειρόγραφο δεν μπορεί να προστεθεί σε αυτά, όχι επειδή δε θα είναι αρχαίο, αλλά επειδή δεν θα μπορούσε ούτε στο ελάχιστο να συγκριθεί μαζί τους. Εξάλλου αν μπορούσε ένας καλλιτέχνης να φτιάξει ένα άγαλμα ολόιδιο με τη Νίκη της Σαμοθράκης, τι αξία θα είχε η Νίκη της Σαμοθράκης; Απολύτως καμία. Σε ένα σημείο όμως τα αγάλματα και τα αρχαία ελληνικά διαφέρουν τελείως. Αγάλματα βρίσκουμε συνεχώς. Για την ακρίβεια ποτέ δε θα τα βρούμε όλα, γιατί θα έπρεπε να σκάψουμε ολόκληρη τη χώρα και να ζήσουμε άλλου. Συγγράμματα όμως δεν βρίσκουμε. Ό,τι δεν έφτασε σε εμάς κάηκε στην Αλεξάνδρεια σε μία από τις πιο  – μαντέψτε – γοητευτικές φωτιές της ιστορίας και άφησε πίσω του στην καλύτερη περίπτωση έναν μόνο τίτλο. 

Αφενός λοιπόν δεν υπάρχει τίποτα θαμμένο στο χώμα και αφετέρου δεν υπάρχει δυνατότητα παραγωγής ισάξιου λόγου. Και η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου είναι η εξής: «Γιατί είναι γοητευτικό ένα αντικείμενο που παραμένει στατικό και αμετάβλητο στο χρόνο; Εξάλλου αυτό μας περιέγραψες τώρα». Όχι, δεν περιέγραψα αυτό. Τα κλασικά κείμενα είναι μεν πεπερασμένα, δύο ζωές όμως δεν αρκούν για να τα κατανοήσει κανείς πλήρως και τρεις χιλιετίες συνεχούς προόδου δεν φτάνουν για να ξεπεραστούν. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που λέγονται “κλασικά”, δηλαδή διαχρονικά, απαράμιλλα.

Έτσι καταλήγουμε ως συνήθως να αναφερόμαστε στην μοναδικότητα της αρχαίας ελληνικής και σε αυτή της την ιδιότητα που την κάνει να ξεχωρίζει από τα νέα. Όσα θα περιγράψω εν συνεχεία είναι μέσα στο μυαλό μου τόσο δυσνόητα που δεν απαιτώ από κανέναν να αισθανθεί τι ακριβώς εννοώ.

 Όλα αρχίζουν όταν παίρνεις μπροστά σου το κείμενο, ένα απόσπασμα ίσως από τον Όμηρο. Στην αρχή δεν καταλαβαίνεις με το αθώο σου μυαλό παρά ελάχιστα πράγματα. Ύστερα προσπαθείς να συντάξεις το κείμενο και έστω ότι τα καταφέρνεις παρά τις όποιες δυσκολίες. Μα ακόμα τα νοήματα περιστρέφονται θολά γύρω από ένα ακατάστατο συρφετό σκόρπιων λέξεων. Και τέλος, μη μπορώντας να αντισταθείς ανοίγεις τη μετάφραση. Ξαφνικά, ανικανοποίητος από ό,τι αντικρίζεις, ανατριχιάζεις. Η ανατριχίλα αυτή είναι η συνειδητοποίηση ότι αυτό που βλέπεις δεν μεταφράζεται, δεν υπάρχει δεύτερη εκδοχή του! Σαν έναν άρτιο κρύσταλλο πλασμένο εκ φύσεως, στον οποίον αν επέμβεις τον αλλοιώνεις. Και σου προκαλεί δέος η σκέψη ότι ούτε η φύση, ούτε ο θεός είναι υπεύθυνοι για αυτό το θαύμα, αλλά ένας αληθινός άνθρωπος, ένας μακρινός σου πρόγονος.

Ας το πούμε ξεκάθαρα: Καμία γλώσσα δεν θα μπορούσε να γράψει καλύτερα τα ομηρικά έπη, αν όχι αυτή του Ομήρου· καμία δεν θα μπορούσε να μιλήσει καλύτερα περί δημοκρατίας, αν όχι αυτή του Αριστοτέλη· καμία δεν θα μπορούσε να διαδώσει καλύτερα το Ευαγγέλιο, αν όχι αυτή που επέλεξαν οι Αγίοι Πατέρες. Μη με ρωτάτε γιατί αυτή η γλώσσα, παρά την τελειότητα της, μεταλλάχτηκε. Έγω απλώς συγκρίνω τώρα δύο φωτογραφίες στο χρόνο και λέω ότι η πρώτη με σαγηνεύει!

Επανέρχομαι τώρα στο παράδειγμα με τη μετάφραση, την οποία σκίζω με θεατρικότητα. Αρπάζω το πρωτότυπο κείμενο και αρχίζω να απαγγέλω. Γίνομαι ένας μικρός ραψωδός. Ιδού! Ακούω ξαφνικά την μελωδία που άκουγε ο τυφλός μου φίλος,   απαρέμφατα κι οι μετοχές και η ακριβής τους χρήση συνθέτουν την μελωδία, υπακούοντας στον μαέστρο τους, το ρήμα. Καμία παραφωνία! Τόσο αυστηρές οι νότες και τόσο πλούσιες. Η χορωδία σηκώνεται και ακούω τα άλογα του Αχιλλέα να καλπάζουν κάτω απ’ τα τείχη. Τα κατάφερα! Αποκρυπτογράφησα την ίδια μου τη γλώσσα!

Κι όμως έχω απολέσει για πάντα το γλωσσικό ενστικτήριο που είχαν αυτοί οι άνθρωποι. Η προσωδία της αρχαίας διαλέκτου δεν μου είναι ξένη, αλλά ούτε είναι κτήμα μου. Εμφανίζεται όταν διαβάζω το κείμενο, συχνά ούτε τότε, και μετά φεύγει, τα όργανα σταματούν και χειροκροτώ, δακρύζοντας αφού ξέρω ότι η εξέλιξη της γλώσσας είναι μη αναστρέψιμη.

Τα αρχαία σήμερα έχουν απολέσει τους φυσικούς ομιλητές τους. Πολλοί τα χαρακτηρίζουν μάλιστα «νεκρή» γλώσσα, χαρακτηρισμό που εγώ βρίσκω αρκετά παραπλανητικό.Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, πρόκειται για μία αρχαία γλώσσα και μία σύγχρονη τέχνη. Μία τέχνη σαν την γλυπτική ή την μουσική, στην οποία αξίζει να μυηθείς.

 Διαβάσατε την ιστορία της. Θησαυροί θαμμένοι στο χώμα και ανασκαφές, βιβλιοφάγοι και αλεξανδρινοί γραμματείς, πυρκαγιές και στάχτες, μελωδίες και θέατρα, σκοτεινά μυστικά και αποκρυπτογράφοι, μύθοι, εικόνες και χαρμολύπες. Αν δεν είναι αυτό γοητεία, τι είναι;

Θεμιστοκλής Σαρχουσούδης Α3